σκουρόχρωμος

σκουρόχρωμος
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει σκούρο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκούρος + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ανοιχτό-χρωμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αιθήεις — αἰθήεις, εσσα, εν (Α) [αἴθω] σκουρόχρωμος, σταχτής, σταχτοκόκκινος …   Dictionary of Greek

  • εύξεινος — ο(ν) (Α εὔξεινος, ον, ιων. τ. τού εὔξενος, ον) φρ. «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος» (κατ ευφ. αντί άξενος) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», Ηρόδ.) αρχ. (και με τα ουσ. πέλαγος, οἶδμα) φιλικός προς τους… …   Dictionary of Greek

  • κιλλός — κιλλός, ή, όν (ΑΜ) αυτός που έχει το χρώμα τού όνου, σταχτής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το θ. κελ τού τ. κελ αινός «σκουρόχρωμος», με τροπή τού ε σε ι (κλειστοποίηση) τα λλ ερμηνεύονται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός …   Dictionary of Greek

  • μουντός — ή, ό (Μ μουντός, ή, όν) θολός, θαμπός, σκοτεινός, σκουρόχρωμος («ο καιρός είναι μουντός σήμερα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μυνδός* «άφωνος, άλαλος», ενώ κατ άλλη άποψη < σλαβ. monĭtŭ «σκοτεινός, θολός»] …   Dictionary of Greek

  • πελλός — και πελός, ή, όν, αρσ. και πέλλος, Α 1. αυτός που έχει σκούρο χρώμα, φαιόχρους, σκουρόχρωμος 2. (στη Σικυώνα) κιρρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πελιδνός] …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινόχρους — ουν, και ασυναίρ. τ. σκοτεινόχροος, οον, Α σκούρος, σκουρόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + χροος / χρους (< χρώς, χροός «χρώμα»), πρβλ. ἐρυθρό χρους] …   Dictionary of Greek

  • σκοτεινόχρωμος — η, ο, Ν αυτός που έχει σκούρο χρώμα, σκουρόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + χρωμος (< χρώμα), πρβλ. σκουρό χρωμος] …   Dictionary of Greek

  • στερφοκάλεσα — η, Ν στέρφα προβατίνα που είναι επικεφαλής κοπαδιού από στέρφα πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρφος + κάλεσα, θηλ. τού επιθ. κάλεσος που είναι διαλεκτ. τ. και σημαίνει «μαύρος, σκουρόχρωμος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”